Αλποχώρι Ταχήρ – Αγά.
Αλποχώριον ή Αλποχώρι.
Μαντείον.
Δημοτικό διαμέρισμα Μαντείου του Δήμου Δωδώνης.
Αυτές είναι επιγραμματικά οι κατά καιρούς ονομασίες του Χωριού μας.
Ας δούμε όμως αναλυτικά την εξέλιξη γενικά της περιοχής, όπου είναι κτισμένο το χωριό, από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα.
Στους ανατολικούς πρόποδες της Ολύτσικας και στο κέντρο τους βρίσκεται το χωριό μας το Μαντείο. Δυτικά του υψώνεται επιβλητικά η απόκρημνη Ολύτσικα Βόρεια και Νότια βρίσκονται τα χωριά Δωδώνη και Μελιγγοί αντίστοιχα και Ανατολικά απλώνεται ο καταπράσινος (χειμώνα – καλοκαίρι) κάμπος της κοιλάδας Δωδώνης, που περιλαμβάνει και τον αρχαιολογικό χώρο, και διακόπτεται από το λόφο των Κουγκίων και τον αυχένα της Μιζούλας. Είναι το πλησιέστερο χωριό στον Αρχαιολογικό μας Χώρο. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι δεν διάλεξαν τυχαία αυτόν τον τόπο για να κτίσουν ένα από τα Ιερά τους, το αρχαιότερο Μαντείο.
Από γεωλογικής πλευράς, το έδαφος όπου είναι χτισμένο το χωριό μας είναι διάφορες στρώσεις από χαλίκια εμπλουτισμένα με κόκκινη αποξηραμένη λάσπη. Τούτο μπορεί να το παρατηρήσει κανείς σε κάθετες τομές του εδάφους στο λάκκο της Καστανιάς αλλά παρατηρήθηκε και σε εκσκαφές που έγιναν για τη θεμελίωση κατοικιών. Όλος λοιπόν ο χώρος από τη Βουρτόπα – Λούτσα του Κάσαρη μέχρι και τα σπίτια των Μπραχαίων – Λωλαίων είναι προσχωσιγενές.
Κατά την αρχαιότητα κοντά στον αρχαιολογικό χώρο βρισκόταν μια πόλη που ίσως ήταν το κέντρο της πόλης της Δωδώνης και τριγύρω κάποιοι οικισμοί. Από την έκταση του κάστρου που περιβάλλει τον αρχαιολογικό χώρο το ύψος του πληθυσμού το ανεβάζει ο αείμνηστος Σ. Δάκαρης σε δύο χιλιάδες άτομα. Εκεί ίσως κατοικούσαν το ιερατείο και οι ευγενείς (τζάκια) της περιοχής. Τριγύρω υπήρχαν διάφοροι οικισμοί . Λίγα ευρήματα τέτοιων οικισμών βρέθηκαν στη Μιζούλα και Βορειοδυτικά από αυτή.
Στο χώρο που είναι κτισμένο το χωριό μας δεν βρέθηκαν αρχαίοι οικισμοί. Θα ανέμενε κανείς εδώ την ύπαρξη αρχαίων οικισμών διότι είναι χώρος πολύ κοντά στο Ιερό του Μαντείου, πολύ κοντά στην καλλιεργήσιμη γη, ( τον κάμπο) , μακριά από τα λιμνάζοντα νερά του Μπέλκου κατά το χειμώνα (αν υπήρχαν τότε), σχετικώς άγονη περιοχή ώστε να μη χάνουν σχεδόν καθόλου από τη γεωργική τους παραγωγή και τέλος η ύπαρξη νερού (μεγάλη βρύση) κοντά στο χώρο.
Για το ότι δεν υπάρχουν αρχαία ευρήματα δύο εκδοχές υπάρχουν. Ή να υπήρχαν κατά καιρούς οικισμοί αλλά οι προσχώσεις του λάκκου της Καστανιάς και του Αρμυρόλακκου να τις καταπλάκωσαν ή το επικίνδυνο των ορμητικών λάκκων που είναι σε σχετικά μικρή απόσταση μεταξύ των να μην επέτρεπαν εκεί την οικοδόμηση λόγω των συχνών πλημμύρων τους (κατεβασιές).
Ο μαρασμός της περιοχής άρχισε κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Μέχρι τουλάχιστον το 362 μ.Χ. το Ιερό Μαντείο λειτουργούσε όπως προκύπτει από το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης ζήτησε χρησμό πριν εκστρατεύσει εναντίον των Περσών. Στα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα το Μαντείο εσίγησε για πάντα, πιθανώς επί Μ. Θεοδοσίου ο οποίος την ίδια εποχή περίπου απαγόρευσε με διάταγμα την τέλεση των Ολυμπιακών αγώνων στο Ιερό της Ολυμπίας ( 393 μ.Χ. ). Τότε το Θέατρο και η Ιερή οικία καταστράφηκαν. Το τελειωτικό πλήγμα το έδωσαν οι εισβολές των Σλάβων στους χρόνους του Ιουστινιανού, όπου οι κάτοικοι της ανοχύρωτης περιοχής αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στο νεόδμητο κάστρο των Ιωαννίνων που ήταν πιο ασφαλείς.
Μέχρι το 1800 μ.Χ. περίπου το μόνο που γνωρίζουμε για τη θέση του σημερινού χωριού είναι ότι υπήρχε ένας οικισμός της Τσαρκοβίστας (Δωδώνης) από 4 – 5 οικογένειες. Ως τοπωνύμιο αναφέρεται από το Ι. Λαμπρίδη στα Ηπειρωτικά Μελετήματα τ.Γ. σελ. 69 – 70 το 1776. Κατά λέξη αναφέρεται: «Ο κλέφτης και αρματωλός Κονίτσης, Γρεβενών και Χασίων Δημ. Τόσκας ανήγηρε παρεκκλήσιον επ’ ονόματι της Αγίας Παρασκευής εις Αλποχώριον Ταϊρ Αγά, διένειμε δε (1776) κατά προτροπήν του Αγίου Κοσμά …». Όμως είναι βέβαιον ότι η εκκλησία της Αγ. Παρασκευής ανήκε στην τότε Τσαρκοβίστα. Δύο είναι οι δυνατές εκδοχές: Ή η προς Νότο του Αρμυρόλακκου περιοχή να είχε το τοπωνύμιο Αλποχώριον Ταϊρ Αγά ή ο Λαμπρίδης ονομάζει το χωριό που υπήρχε εκεί όταν εκείνος έγραφε τα Ηπειρωτικά Μελετήματα. και που δεν υπήρχε όταν κτίστηκε η εκκλησιά.
Κατά τους χρόνους των συγκρούσεων του Αλή Πασά με τους Σουλιώτες και Παρασουλιώτες ο Αλής θέλοντας να ανταμείψει τον διακριθέντα αξιωματικό του Ταχήρ Αγά παραχώρησε σ’ αυτόν αγροτική έκταση 4000 στρεμμάτων . Ο Ταχήρ Αγάς μετέφερε και εγκατέστησε στη σημερινή θέση του χωριού και άλλες οικογένειες από διάφορες περιοχές , έκτισε στο κέντρο του οικισμού οίκημα για τη συγκέντρωση των γεωμόρων του που έφθανε τα 3/5 της παραγωγής, γνωστό με το όνομα «κονάκι», το οποίο σώζεται και σήμερα και είναι εξαγορασμένη ιδιόκτητη κατοικία των οικογενειών Σωτήρη και Διογένη Χαραλάμπους. Ο Ταχήρ Αγάς ονόμασε το δικό του αυτό τσιφλίκι Αλποχώρι Ταχήρ Αγά και έτσι αναφέρονταν μέχρι τα 1913 που η περιοχή απελευθερώθηκε από τους Τούρκους. Έκτοτε απαλείφθηκε για πάντα ο προσδιορισμός Ταχήρ Αγά και μετονομάστηκε Αλποχώρι ή Αλποχώριον.
Στην εκκλησία της Αγ. Παρασκευής βρέθηκε μια παρακλητική στην οποία το 1815 αναφέρεται το χωριό ως Αλποχώρι. Παρατίθεται αυτή η παρακλητική όπως ακριβώς γράφεται στο βιβλίο του αειμνήστου Κ. Αντωνίου Τα Δωδωνοχώρια: « Η παρούσα παρακλητική υπάρχει της αειπαρθένου Μάρτυρος Παρασκευής , ιεράς μονής εις κώμην Αλποχώρι πλησίον Τσαρκοβίστας και μη τολμήση κανένας και την αποξενώσει ή άλλο βιβλίο ή ιερό διότι αποξενώνεται το πνεύμα του από την βίβλον της ζωής . α ω ι ε (1815) Απριλίου κ γ (23)». Έτσι λοιπόν το βέβαιον είναι ότι πριν από το 1815 η κοινότητα υπήρχε και μάλιστα άλλοτε ονομάζονταν απλά Αλποχώρι και άλλοτε Αλποχώρι Ταχήρ Αγά.
Η απελευθέρωση του χωριού από τον Τουρκικό ζυγό έγινε ταυτόχρονα με την απελευθέρωση των Ιωαννίνων το 1913.Οι Μαντειώτες είχαν τότε ενεργό συμμετοχή στις μάχες κατά των Τούρκων. Αποτέλεσμα αυτού ήταν, σε αντίποινα, οι Τούρκοι να κάψουν το χωριό μαζί και με την εκκλησία του Αγ. Δημητρίου, η οποία είχε κτιστεί περί το 1906 και μερικώς την εκκλησία της Αγ. Παρασκευής . Να σημειωθεί ακόμη ότι ενεργό συμμετοχή είχαν οι Μαντειώτες και το 1853 στην επανάσταση κατά των Τούρκων που κήρυξε ο αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος Παπαγεωργίου από το προαύλιο της Αγ. Παρασκευής.
Μετά το κάψιμο του χωριού από τους Τούρκους το 1913 οι κάτοικοι επισκεύασαν τα σπίτια τους κόβοντας πολλά έλατα από το κατάφυτο απ’ αυτά βουνό για να τα χρησιμοποιήσουν σαν δοκάρια (γριντές) στήριξης πατωμάτων και στεγών. Η υλοτόμηση του δάσους του βουνού για κατασκευή σπιτιών συνεχίστηκε βέβαια και αργότερα Ακόμα και σήμερα διακρίνονται οι λεγόμενες σβάρες όπου έσερναν τους κορμούς των δένδρων για να τους κατεβάσουν στο χωριό. Όμως αυτή η απογύμνωση του απότομου βουνού είχε σαν αποτέλεσμα οι λάκκοι να κατεβάσουν πολλές πέτρες και να σκεπάσουν με τα «σιούρια» αρκετή καλλιεργίσιμη γη.
Το πρώτο σχολείο χτίστηκε στο χωριό μας το 1857 από τον αρχιμανδρίτη Ευάγγελο Παπαγγέλη και με δαπάνη του ίδιου. Μάλιστα είναι και το πρώτο σχολείο που χτίζεται σε όλα τα Δωδωνοχώρια.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 μαζί με πολλά άλλα χωριά που είχαν σλαβόφωνα ονόματα μετονομάστηκε και το χωριό μας από Αλποχώριον σε Μαντείο και το 1997 με τους Καποδιστριακούς Δήμους σε Δημοτικό Διαμέρισμα Μαντείου του Δήμου Δωδώνης.
Βιβλιογραφία.
1. Ηπειρωτικά μελετήματα Ι. Λαμπρίδη
2. Τα Δωδωνοχώρια Κων. Αντωνίου.
3. Δωδώνη Σ. Δάκαρη
4. Ήπειρος Η. Holland καθηγητή του πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Κ. Αλποχωρίτης
Το Μεσοχώρι
Τα κτήματα που καλλιεργούσαν οι Αλποχωρίτες ήταν κυρίως αυτά του νέου ιδιοκτήτη, του Ταχήρ Αγά. Πέρα όμως από αυτά τα κτήματα στην περιοχή του χωριού μας υπήρχαν και άλλα με ιδιοκτήτες τους αδελφούς Κοκαλιάρη από το Αργυρόκαστρο και του Σίμου Γκιώνη.Οι Κοκαλιάρηδες και ο Γκιώνης ήταν ιδιοκτήτες των χωριών Τσαρκοβίστας και Δραμεσιών.
Το 1845 εκδόθηκε Τουρκικός νόμος σύμφωνα με τον οποίο οι ραγιάδες μπορούσαν να εξαγοράσουν τα κτήματα που καλλιεργούσαν αν ήθελαν. Με βάση αυτόν τον νόμο, το 1877 ο Μιχαήλ Ντάρας, ο αδελφός του Δημ Ντάρας και τα παιδιά του Μιχαήλ Ντάρα Γεώργιος Ντάρας (Γιωρ –Μίχος) και Χρίστος Ντάρας (Χιτο – Μίχος) αγόρασαν από τους Κοκαλιαραίους και Σίμο Γκιώνη το κτήμα που βρίσκεται στο Μαχαλά Ντάρα (μαζί με μια κατοικία που βρίσκεται μέσα σ’ αυτό) με σύνορα: Ανατολικά με δημόσιο δρόμο, βόρεια με δρόμο, δυτικά με χωράφι του Κων. Γεωργίου Παπά και Νότια με οικία του Ιωάννη (Νάκου) Ίσκου. Δηλαδή το κτήμα όπου σήμερα είναι χτισμένα: η εκκλησία ,το σχολείο, και τα σπίτια των Χρ. Αν. Ντάρα, Ιωάννη Αν. Ντάρα και Σάκη Χ. Ντάρα.
Το 1897 ο παραπάνω συνιδιοκτήτης του κτήματος Δημ. Σπύρου Ντάρας αφού έχασε γυναίκα και παιδιά, έγινε καλόγηρος και πούλησε στην εκκλησία της Αγ. Παρασκευής όλα τα υπάρχοντά του μαζί βέβαια και το κτήμα του στο Μαχαλά Ντάρα, αντί 30 Οθωμανικών λιρών, υπό τον όρο η εκκλησία να τον διατρέφει και να του παραχωρεί ένα κελί να διαμένει, εκείνος δε να φροντίζει την εκκλησία. Έκανε όμως το λάθος ( ή την κουτοπονηριά) να μην αναφέρει στο πωλητήριο συμβόλαιό του ότι δεν είναι δικό του όλο το κτήμα αλλά μέρος αυτού. Μετά από λίγα χρόνια έκανε και το δεύτερο λάθος και ξαναπουλάει το ήδη πουλημένο μερίδιό του στους ανεψιούς του Γιωρ- Μίχο και Χήτο – Μίχο ισχυριζόμενος ότι η εκκλησιαστικοί επίτροποι έχουν παραβεί τον όρο της διατροφής του από την εκκλησία. Τελικά έπειτα από μακρόχρονη διαμάχη μεταξύ εκκλησίας και συνιδιοκτητών το 1906 βρέθηκε η λύση. Η εκκλησία της Αγ. Παρασκευής πήρε το σημερινό μεσοχώρι και οι ανεψιοί του καλόγερου Γιωρ- Μίχος και Χήτο – Μίχος το τμήμα όπου σήμερα είναι χτισμένα τα σπίτια των Χρ. Αν Ντάρα και Σάκη Χρ. Ντάρα.
Οι ενέργειες για το χτίσιμο της ενοριακής εκκλησίας του Αγ. Δημητρίου στο Μεσοχώρι άρχισαν ήδη από το 1900 όπου έχει γίνει και η συμφωνία για τη δαπάνη με τον αρχιτέκτονα. Η δαπάνη ανέρχονταν σε 8500 γρόσια από τα οποία τα 2500 θα διέθετε ο Αναστάσιος Παπαγγέλης πρόγονος της Αικατ. Κ. Αντωνίου και του Γιώργου Β. Παπά. Μετά το ξεκαθάρισμα της ιδιοκτησίας του χώρου άρχισαν οι εργασίες και για το χτίσιμο του σχολείου. Την ανέγερση αυτών των κτιρίων ανέλαβε ο πρωτομάστορας Κύρκος με την κομπανία του. Ο Κύρκος κατά την εκτέλεση των έργων τούτων αρρώστησε βαριά και πέθανε πριν να δει ολοκληρωμένα τα κτίρια, ζήτησε δε να τον ενταφιάσουν στον περίβολο της εκκλησίας πράγμα το οποίο και έγινε. Τα δυο τούτα στολίδια του χωριού μας δεν άργησε να τα βρει η συμφορά. Κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις του 1912 για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων οι Τούρκοι πυρπόλησαν μαζί με το χωριό και τούτα τα δυο νεόδμητα κτίρια. Μετά την απελευθέρωση επισκευάστηκε πρώτα η εκκλησία (ο νάρθηκας της οποίας λειτουργούσε και ως σχολείο) και μέχρι το 1922 επισκευάστηκε και το σχολείο.
Με την πάροδο του χρόνου διαμορφώθηκε ο χώρος και με την προσθήκη και άλλων κτιρίων όπως το μαγειρείο όπου σήμερα στεγάζεται το ιατρείο και το κοινοτικό γραφείο. Επίσης μεταφέρθηκε τη δεκαετία του ’50 και η βρύση από την «μεγάλη βρύση» στο μεσοχώρι. Το Νότιο μέρος της αυλής της εκκλησίας καλύπτονταν από μεγάλες καρυδιές, σφεντάμια και μουριές που έδιναν πλούσιο ίσκιο το καλοκαίρι. Εδώ στη δεκαετία του ’50 διαμορφώθηκε κατάλληλα ο χώρος με κερκίδες και πεσούλια για τις υπαίθριες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Εδώ γινόταν το γλέντι στα πανηγύρια στις 26 και 27 Ιουλίου με τη δική μας κουμπανία των οργανοπαιχτών. Εδώ οι γάμοι και ο πρώτος χορός της νύφης και του γαμπρού μετά τα στέφανα στην εκκλησία όπου έπεφταν βροχή τα δεκάρικα, πενηντάρικα και κατοστάρικα στα όργανα από τους συγγενείς και φίλους του ζευγαριού ή των συμπεθέρων. Εδώ τη δεύτερη μέρα του Πάσχα το απόγεμα στήνονταν τρικούβερτο γλέντι μετά από τον εσπερινό στην εκκλησιά. Εδώ γινόταν και οι εξετάσεις στο τέλος του διδακτικού έτους τον Ιούνιο όπου τα δασκαλόπαιδα μετά από το τέλος της γιορτής με τα σκέτς και τα ποιήματα έπαιρναν από το χέρι του δασκάλου τα ενδεικτικά για τον προβιβασμό στην επόμενη τάξη και τα απολυτήρια για τη συνέχιση των σπουδών ή για να ριχτούν στη μάχη της βιοπάλης.
Το Ανατολικό τμήμα είχε δυο μεγάλα πουρνάρια στο ένα από τα οποία ήταν κρεμασμένος ο σήμαντρος που καλούσε τα δασκαλόπαιδα κάθε πρωί να πάνε στο σχολειό. Κάτω απ’ αυτά τα πουρνάρια υπήρχε το σκάμα για τις αθλοπαιδιές των μαθητών.
Το σχολείο μεγάλο επιβλητικό με δυο τεράστιες αίθουσες διδασκαλίας και γραφείο του δασκάλου στο ανώγειο στο οποίο σήμερα στεγάζεται το πνευματικό κέντρο της αδελφότητας. Εδώ μάθαμε τα πρώτα μας γράμματα η συντριπτική πλειοψηφία των συγχωριανών μας αλλά και φάγαμε τα πρώτα χαστούκια (για χάρη της μάθησης) από το χέρι του δασκάλου αν κάτι που μας δίδασκε δεν το μαθαίναμε σωστά ή καθόλου. Στο ημιυπόγειο υπήρχε το Κοινοτικό γραφείο, η κατοικία του δασκάλου, μια αποθήκη και ένα κατάστημα όπου σήμερα στεγάζεται το κοινοτικό καφενείο. Εδώ παίρνονταν οι αποφάσεις από το Κοινοτικό συμβούλιο για τα διάφορα έργα που ήταν απαραίτητα για το χωριό. Εδώ στεγάζονταν καφενείο από διάφορους επιχειρηματίες για την κοσμαντάμωση των χωριανών.
Δυτικά του σχολείου είχαμε για αρκετά μεγάλο διάστημα τον σχολικό μας κήπο απαραίτητη γη για την εκπαίδευση των μαθητών σε γεωργικές ασχολίες.
Η ενιαία πλούσια αυλή του σχολείου και της εκκλησιάς ήταν ο παιχνιδότοπος για τα παιδιά. Αχολογούσαν σ’ όλο το χωριό οι φωνές από τα παιχνίδια Το ποδόσφαιρο, τα σκλαβάκια, η μπίκο, η σκλέντζα, το σκοινάκι, τα πεντόβολα, ο τζίκας ήταν από τα πιο συνηθισμένα μας παιχνίδια σ’ αυτόν το χώρο είτε στα διαλείμματα είτε κατά τον ελεύθερο χρόνο μας.
Σήμερα το μεσοχώρι μας είναι πράγματι ένα στολίδι του χωριού. Τα δυο επιβλητικά κτίρια εκκλησιά και σχολειό που αναπαλαιώθηκαν και φωτίστηκαν εξωτερικά είναι σήμερα το καμάρι μας.
Ας ευγνωμονούμε την εκκλησιαστική επιτροπή της περιόδου της πρώτης δεκαετίας του 1900 και τον δραστήριο Παπαναστάση που αγόρασαν με χρήματα του Μοναστηριού αυτό το κτήμα, έχτισαν με κόπους και θυσίες των συγχωριανών το σχολείο και την εκκλησία και μετέφεραν τα βασικά κέντρα λατρείας και μόρφωσης των κατοίκων από το απομακρυσμένο μοναστήρι της Αγ. Παρασκευής στο κέντρο του χωριού, στο μεσοχώρι μας.
Κ. Ντάρας
Το Μοναστήρι
Νότια του χωριού, 20 λεπτά ποδαρόδρομο από το κέντρο του, ανάμεσα σε πλούσια βλάστηση από υπεραιωνόβια πουρνάρια αλλά και νεότερα δέντρα σε αρκετά μεγάλη έκταση (περίπου 100 στρέμματα) και Νοτιοανατολικά της μεγάλης βρύσης, βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Το Μοναστήρι όπως το έλεγαν οι προγονοί μας. Η ιστορία του μοναστηριού σημαντική αλλά και η προσφορά του στους προγόνους μας, ιδιαίτερα κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας, σημαντικότερη. Ας δούμε τον τρόπο με τον οποίο κτίστηκε αυτή η εκκλησία και την ιστορία της.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης του περιοδείας τον Απρίλιο του 1776 ο Άγιος Κοσμάς πέρασε από το χωριό μας και συναντήθηκε στη μεγάλη βρύση με τον αρματολό της Κόνιτσας, των Γρεβενών και των Χασίων Δημ. Τόσκα. Ο Τόσκας κατάγονταν από την περιοχή του Ολύμπου αλλά παντρεύτηκε Σουλιώτισσα από την οικογένεια Μπότσαρη και εγκαταστάθηκε κοντά στα Δερβίζιανα όπου διαχείμαζε παίρνοντας μέρος σε διάφορες επιχειρήσεις των Σουλιωτών. Στη συνάντηση αυτή ο Άγιος Κοσμάς άκουσε από τον ίδιο τον Τόσκα για τα στυγερά εγκλήματά του με φόνους και ληστείες. (Ο Λαμπρίδης τον χαρακτηρίζει ως κερκοφόρον δηλ. άνθρωπο με ουρά). Μάταια ο Α. Κοσμάς προσπαθούσε να τον μεταπείσει να αλλάξει τρόπο ζωής και να τον φέρει στο δρόμο του Θεού. Εκείνος του απάντησε: Δεν μπορώ παπά μου με πιάνει το αίμα κατά την Άνοιξη, δεν με χωράει ο τόπος, αν δε σκοτώσω άνθρωπο δεν ημερεύω. Όμως δεν σκοτώνω χριστιανούς αλλά άπιστα σκυλιά. Αφού δεν τα κατάφερε να τον μεταπείσει να αλλάξει τρόπο ζωής του έθεσε δυο βαριούς όρους. Ο πρώτος να χτίσει στο χώρο που συναντήθηκαν μια εκκλησιά και ο δεύτερος να αγοράσει 40 κολυμπήθρες για να εφοδιαστούν από μια το φτωχά χωριά της περιοχής. Ο Τόσκας τα δέχτηκε πρόθυμα και τα δύο. Έτσι έστειλε και μάζεψε τις καλύτερες κομπανίες μαστόρων, τους έδωσε εντολές και χρήματα και την πιο συγκεκριμένη εντολή, ότι το Φθινόπωρο του ίδιου χρόνου να του παραδοθεί έτοιμη η εκκλησία. Μάλιστα διάλεξε και τη θέση που θα κτίζονταν η Βυζαντινού ρυθμού εκκλησιά. Μια θέση επιβλητική μέσα σ’ ένα δάσος ώστε παρά το πανύψηλα αιωνόβια δέντρα , να διακρίνεται ο τρούλος της από όλες τις διευθύνσεις. Στο προαύλιό της κατασκεύασε και μια βρύση.
Στον Ναό τούτο σύμφωνα με τον Κ. Αντωνίου παραχωρήθηκε από το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου Τσαρκοβίστας, για συντήρησή του, στον οποίο είχαν εγκατασταθεί και λίγοι μοναχοί, τμήματα καλλιεργήσιμης γης. Η Αγία Παρασκευή ανήκε αρχικά στην κοινότητα της Τσαρκοβίστας (σήμερα Δωδώνη) αλλά κατά την ανακήρυξη σε κοινότητα του χωριού μας περί το 1800 παραχωρήθηκε στην καινούρια κοινότητα. Στο μοναστήρι τούτο βρίσκονταν και η σπάνια προσωπογραφία του Κοσμά του Αιτωλού η οποία ιστορήθηκε το 1819 και μεταφέρθηκε στα τέλη του αιώνα στη νέα εκκλησία του χωριού τον Άγιο Δημήτριο για λόγους ασφάλειας, όπου και τη βρήκε ο Δημ. Ευαγγελίδης και έκανε αναλυτική περιγραφή της στο έργο του προσωπογραφία.
Είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι όπου σχηματίζονταν μια νέα κοινωνική νησίδα όπως αυτή του χωριού μας δεν αργούσε να ακολουθήσει ο παπάς ή ο καλόγηρος που ήταν και δάσκαλος.
Με βάση αυτά τα δεδομένα δεν άργησε να δημιουργηθεί το πρώτο σχολείο για τα παιδιά των χωριανών μας το οποίο λειτουργούσε στη μονή της Αγίας Παρασκευής και ο δάσκαλός του ήταν καλόγηρος. Αυτό το σχολείο λειτούργησε κανονικά μέσα στην εκκλησία μέχρι το 1821, που λόγω της Ελληνικής Επανάστασης ανέστειλε τη λειτουργία του όπως όλα τα σχολεία της Ηπείρου. Ο Ι. Λαμπρίδης στο έργο του περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων αναφέρει ότι στο περίβολο του μοναστηριού το 1857 χτίστηκε το πρώτο σχολείο του χωριού μας με δαπάνες (2000 γρόσια) του αρχιμανδρίτη Ευάγγελου Παπαγγέλη. Ο ίδιος αρχιμανδρίτης και ο γιός του Κώστας προικοδότησαν το σχολείο αυτό με 7240 γρόσια για να λειτουργεί από τους τόκους που ανέρχονταν σε 720 γρόσια το χρόνο. Ωστόσο διαφορετική άποψη για τη χρονολογία ανέγερσης του σχολείου έχει ο Π. Τζιόβας, που έγραψε την ιστορία του χωριού μας, ότι αυτό χτίστηκε το 1830 και όχι το 1857 που αναφέρει ο Λαμπρίδης. Το σχολείο αυτό λειτούργησε στο μοναστήρι με τέσσερις τάξεις του δημοτικού και μια τάξη του σχολαρχείου μέχρι περίπου το 1908 που μεταφέρθηκε στο νεόκτιστο κτίριο στο μεσοχώρι.
Η μονή της Α. Παρασκευής το 1841 επιχορηγήθηκε με 150 χάρτινα ρούβλια από τον γνωστό μεγάλο ευεργέτη Νικόλαο Ζωσιμά.
Στον περίβολο του μοναστηριού το Νοέμβριο του1853 ο αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος Παπαγεωργίου συγκέντρωσε τους κατοίκους Μελιγγών, Αλποχωρίου, Τσαρκοβίστας και Δραμεσών και κήρυξαν επανάσταση κατά των Τούρκων, δυο μήνες πριν εκραγεί η γνωστή Ήπειρο -Θεσσαλική επανάσταση του 1854, η οποία κατάφερε ισχυρά πλήγματα κατά των Τούρκων.
Κατά τις επιχειρήσεις για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων τον Νοέμβρη του 1912 που κάηκε το χωριό από τους Τούρκους κάηκε και η εκκλησία της Α. Παρασκευής και έτσι δεν σώζονται τοιχογραφίες. Επισκευάστηκε το 1916 από τον τεχνίτη Δ. Ζήνα.
Η θέση του μοναστηριού είναι η πλησιέστερη από τους πρόποδες της Ολύτσικας προς τη Μιζούλα και τη Μεγάλη Ράχη. Γι’ αυτό πυροβόλα που κατέβηκαν από τα Δυό Βουνά το 1913 εγκαταστάθηκαν εδώ, σφυροκόπησαν τους Τούρκους στη μεγάλη Ράχη και άνοιξαν το δρόμο για την προέλαση των Ελληνικών στρατευμάτων που απελευθέρωσαν τα Ιωάννινα στις 21 Φλεβάρη του 1913.
Στον περίβολο του μοναστηριού χτίστηκε και ένα παρακκλήσι των Ταξιαρχών με καμπαναριό και καμπάνα αγνώστου χρονολογίας. Μέχρι το 1983 χρησιμοποιούνταν το υπόγειό της ως κοιμητήριο δηλ. χώρος φύλαξης των οστών των προγόνων μας. Το 1983 χάρη στην άοκνη προσπάθεια του εκκλησιαστικού επιτρόπου Σπύρου Μπράχου και την οικονομική συμβολή των κατοίκων χτίστηκε στον περίβολο σύγχρονο οστεοφυλάκιο και αίθουσα αναψυχής για τις τελετές που συνηθίζονται στα νεκροταφεία μια και το μοναστήρι λειτουργεί σήμερα και ως νεκροταφείο του χωριού.
Σ’ αυτόν τον ιστορικό και ιερό χώρο έγιναν κάποιες ανεπίτρεπτες παρεμβάσεις. Το ιστορικό σχολείο που έχτισε ο αρχιμανδρίτης Παπαγγέλης και που τα τελευταία πενήντα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας έδωσε τα φώτα στους προγόνους μας και διατήρησε την ελληνική γλώσσα, δεν υπάρχει πια. Έπρεπε με κάθε θυσία να διατηρηθεί Δεν γνωρίζουμε πότε και γιατί κατεδαφίστηκε αλλά πάντως δεν υπάρχει.
Κ. Ντάρας
Το Παλιοκκλήσι
Τα τελευταία χρόνια η πένα των ιστορικών ανάσκαψε την ιστορία του χωριού μας και μέσα απ’ αυτή έφερε στο φως αρκετά σημαντικά στοιχεία. Ένα από αυτά είναι και το τοπωνύμιο παλιοκκλήσι. Βρίσκεται 300 περίπου μέτρα βορειοανατολικά από τη θέση με τοπωνύμιο Ντέτση ή σε 800 μέτρα Δυτικά από τα τελευταία σπίτια των Νταραίων και Νότια από το λάκκο που χωρίζει το χωριό μας σε δύο μαχαλάδες, μέσα σε μια καταπράσινη περιοχή από πεύκα Η θέση του έχει μια καταπληκτική θέα. Ανατολικά ατενίζει κανείς τον αρχαιολογικό χώρο, τα Κούγκια και το μάτι του χάνεται στο βάθος στο βουνό Περιστέρι και την κορυφή του Μιτσικελιού. Βόρεια ο ορίζοντας σβήνει στα σύνορα των Γραμμενοχωρίων και Δυτικά υψώνεται επιβλητικός ο άγριος και με δύσκολο ανήφορο ορεινός όγκος της Ολύτσικας.
Για να βρεθούμε στο Παλιοκκλήσι μπορούμε να ανέβουμε το λάκκο που χωρίζει το χωριό μας σε δυο μαχαλάδες 800 μέτρα προς το βουνό από τα Δυτικότερα σπίτια και έπειτα να προχωρήσουμε Νότια περί τα 70 μέτρα μέσα στα πυκνά πεύκα. Μπορούμε επίσης να φθάσουμε και με αυτοκίνητο ακολουθώντας τον δρόμο πυροπροστασίας από τη Μεγάλη βρύση μέχρι σχεδόν την κατάληξή του.
Τούτο το τοπωνύμιο έχει μεγάλη ιστορική σημασία για τη δημιουργία του χωριού μας, όπως προκύπτει από τις ιστορικές πηγές τις οποίες ακριβώς παραθέτουμε αμέσως παρακάτω.
Ο Πάνος Τζιόβας στο βιβλίο του « Μαντείο Αλποχώρι Ιωαννίνων» στη σελίδα 14 αναφέρει: Πιθανότατα η περιοχή Αλποχωρίου να ήταν κατοικημένη από τους ελληνιστικούς χρόνους και οι κάτοικοί τους ακολουθούν την ιστορική διαδρομή των άλλων κατοίκων της κοιλάδας Δωδώνης, μέχρι την επανάσταση του επισκόπου Τρίκκης Διονυσίου Φιλοσόφου (1611), που υπάρχουν γραφτά στοιχεία τα οποία πιστοποιούν εγκατάσταση 4 – 5 οικογενειών από τη γειτονική Τσαρκοβίστα (τώρα Δωδώνη) στην τοποθεσία «παλιοκκλήσι» Αλποχωρίου γεγονός που το αποδεικνύει το ίδιο το τοπωνύμιο που υποδηλώνει ότι γύρω από τα ερείπια της εκλίπουσας εκκλησίας ήταν συνοικισμός ανθρώπων που υπηρετούσαν το ναό.
Ο Κ. Αντωνίου στο βιβλίο του «Τα Δωδωνοχώρια» στη σελίδα 95 αναφέρει: «Στη θέση του σημερινού χωριού Μαντείο υπήρχε ένας συνοικισμός της Τσαρκοβίστας από 4 – 5 οικογένειες, ο πέρα μαχαλάς όπως ελέγετο.»
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία φαίνεται ότι οι πρώτοι Νεοέλληνες κάτοικοι στο χωριό μας ήταν 4 – 5 οικογένειες, γύρω από το Παλιοκκλήσι, που αποτελούσαν συνοικισμό της Τσαρκοβίστας. Ο πυρήνας λοιπόν του χωριού μας είναι το παλιοκκλήσι και η γύρω του περιοχή. Ποιες ήταν οι οικογένειες του συνοικισμού δεν είναι γνωστό. Οι προσπάθειές μας να εντοπίσουμε κάποια επώνυμα δεν έφεραν αποτέλεσμα. Εκείνο που είναι γνωστό σήμερα είναι τα κτήματα που υπήρχαν και υπάρχουν ακόμη γύρω από το παλιοκκλήσι.
Βόρεια από την περιοχή υπάρχουν δυο εγκαταλειμμένα κτήματα των Νταραίων (του κλάδου Μ. Ντάρα)στη Βουρτόπα και στο Σμάκι, Περιφραγμένο κτήμα του Γιώργου Παπά, περιφραγμένο κτήμα του Π. Κάσαρη και εγκαταλειμμένο κτήμα κληρονόμων του Σ. Λιπιώτη.
Βορειοανατολικά υπάρχουν κτήματα πάλι των Νταραίων (του κλάδου του Α. Ντάρα) Το περιβόλι της Γιώταινας όπως συνηθίζουμε να το λέμε.
Ανατολικά και σε μεγάλη σχετικά έκταση, σε απόσταση περί τα 700 μέτρα, απλώνονται από το Σταυρό μέχρι την κεντρική μας εκκλησία και το σχολείο κτήματα όλων όσων παραπάνω αναφέραμε. Σ’ αυτά τα κτήματα βρίσκονται σήμερα και οι κατοικίες αυτών των οικογενειών.
Νοτιοανατολικά βρίσκονται κτήματα των Σιουλαίων όπου και οι σημερινές τους κατοικίες.
Δυτικά από το Παλιοκκλήσι και ακριβώς στη θέση με τοπωνύμιο Ντέτση, βρίσκεται ένα μεμονωμένο περιτοιχισμένο κτήμα των κληρονόμων του Βασιλείου Σπύρου.
Τέλος Νοτιοδυτικά υπάρχει ένα εγκαταλειμμένο κτήμα, αποτελούμενο από δυο χωραφιές, στο σημερινό τοπωνύμιο Βαγγέλη. Το επώνυμο του ιδιοκτήτη αυτού του κτήματος χάθηκε στο πέρασμα του χρόνου.
Απ΄όλες τις οικογένειες που αναφέραμε με κτήματα περιμετρικά στο παλιοκκλήσι, η μόνη που δεν έχει κατοικία κοντά σ’ αυτό είναι η οικογένεια των Σπυραίων.
Κάποια απ’ αυτά τα κτήματα αγοράστηκαν μετά από τη δημιουργία του χωριού και την ονομασία του Αλποχώρι Ταχήρ Αγά (1803).
Το γεγονός λοιπόν είναι ότι γύρω από το παλιοκκλήσι από το 1611 και μετά υπήρχαν κάτοικοι, πρόγονοι των ανωτέρω οικογενειών ή άλλοι, και αποτελούσαν τον πυρήνα της δημιουργίας του χωριού μας. Η σαρμανίτσα του Μαντείου γι’ αυτό και έχει μεγάλη ιστορική σημασία.
Σήμερα, που η πρόσβαση σ’ αυτόν τον τόπο είναι εύκολη από το δασικό δρόμο πυρόσβεσης, που η θέα του είναι καταπληκτική και ανεπανάληπτη και που το τοπίο τριγύρω είναι κατάφυτο από πανύψηλα πεύκα και φουντωτά κέδρα, θα ήταν θεάρεστο έργο να ξαναχτιστεί η εκλίπουσα εκκλησία και να διαμορφωθεί ο τριγύρω χώρος σαν χώρος αναψυχής με πεζούλια κιόσκια και παγκάκια. Θα ήταν Θεάρεστο έργο να αναβιώσει το Παλιοκκλήσι. Το χωριό μας στους δυο αιώνες ιστορίας του δεν έχτισε κανένα εξωκκλήσι. Ας γίνει λοιπόν τώρα η αρχή. Ποτέ δεν είναι αργά. Μάλιστα μπορεί να έχει και πηγαίο νερό μεταφέροντας το νερό από τις κορύτες του Δασαρχείου οριζόντια σε 300 μέτρα (Είναι το νερό της λούτσας του Κάσαρη).
Κάποτε, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο αείμνηστος Παπα- Χάρης είχε αναλάβει την πρωτοβουλία να χτιστεί μια εκκλησία στο Παλιοκκλήσι. Μάλιστα προσφέρθηκε να διαθέσει για το σκοπό αυτό και 300.000 δρχ. τότε. Επίσης ο Βασίλης Σ. Ντάρας προσφέρθηκε να διαθέσει το ποσό των 100.000 δρχ. Ίσως και άλλοι να προθυμοποιήθηκαν να προσφέρουν διάφορα ποσά. Για λόγους όμως διαφωνίας του τότε Κοινοτικού Συμβουλίου σχετικά με την παραχώρηση της έκτασης δεν καρποφόρησε η ιδέα και έκτοτε εγκαταλείφθηκε και ξεχάστηκε.
Οι ασχολούμενοι με τα κοινά του χωριού σήμερα ας επαναφέρουν το θέμα. Τα χρήματα για τα έξοδα θα βρεθούν. Οι συγχωριανοί μας στο κάλεσμα για βοήθεια σε τέτοια έργα είναι πάντα πρόθυμοι. Το έχουν αποδείξει πολλές φορές. Η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί και αυτή να συνεισφέρει. Αν χτυπηθούν πόρτες εταιρειών να συνεισφέρουν σαν χορηγοί κάποια θα ανοίξει. Η δασική υπηρεσία θα μπορούσε άνετα με δικά της έξοδα να μεταφέρει το νερό της Λούτσας. Η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και η Μητρόπολη Ιωαννίνων έχουν νομίζω υποχρέωση να βοηθήσουν για την αναστύλωση μιας χαμένης εκκλησιάς.
Κ. Ντάρας
Φλεβάρης 1913 - Αλποχώρι Ταχήρ Αγά
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το Μάη του 1953 οι Τούρκοι δεν άργησαν να φθάσουν στα Γιάννενα και να υποτάξουν αυτά και την περιοχή μας κάτω από τον σκληρό τυραννικό ζυγό τους. Έτσι για τεσσεράμισι περίπου αιώνες αφέντες της περιοχής μας ήταν οι Τούρκοι. και οι κάτοικοι πλήρωναν δυσβάστακτους φόρους στους εκάστοτε πασάδες των Ιωαννίνων.
Τον Νοέμβρη του 1912 η ελληνική κυβέρνηση επιτέλους έδωσε την εντολή για επίθεση του στρατού Ηπείρου και κατάληψη των Ιωαννίνων.
Η επιχείρηση δεν ήταν καθόλου εύκολη. Ο Εσάτ Πασάς των Ιωαννίνων είχε καλά οχυρωμένη την πόλη με τα περιβόητα οχυρά του Μπιζανίου, με 30000 άνδρες, χωρίς τους ατάκτους, με εφεδρεία άλλες 6000 άνδρες στους Φιλιάτες και 162 πυροβόλα.
Η συνολική παρατακτική δύναμη του Ελληνικού στρατού στην Ήπειρο στα μέσα του Δεκέμβρη του 1912 ανερχόταν σε 41000 άνδρες και 93 πυροβόλα1
Είχαν μεν οι Έλληνες αριθμητική υπεροχή σε άνδρες αλλά υστερούσαν σε πυροβόλα
Οι Τούρκοι Δυτικά των Ιωαννίνων δηλαδή προς την περιοχή μας είχαν παρατάξει
πολυάριθμο στρατό και πυροβόλα, εστραμμένα προς τα χωριά μας, κατά μήκος της γραμμής Μανωλιάσσα – Μεγάλη Ράχη – Άγιος Νικόλαος - Σάβα – Τσούκα και ήλεγχαν έτσι όλη την κοιλάδα Δωδώνης.
Απέναντί τους αντιπαρατάχτηκε αρχικά τμήμα του μικτού ηπειρωτικού στρατού με επικεφαλής τον υπολοχαγό Δημήτρη Ν. Μπότσαρη με στρατηγείο στα υψώματα μεταξύ Βαριάδων και Μελιγγών. Ο Μπότσαρης παρέμεινε αρχηγός μέχρι 16 -11 – 1912 οπότε αντικαταστάθηκε από τον αντισυνταγματάρχη Χρήστο Μαλάμο και από τότε το σύνολο των εθελοντικών σωμάτων του Μπότσαρη πήρε τον τίτλο απόσπασμα Ολύτσικας ή Απόσπασμα Μαλάμου2
Η κοιλάδα της Δωδώνης θεωρείτο από τα Ελληνικά στρατεύματα μεγάλης στρατηγικής σημασίας όπως φαίνεται και από την παρακάτω αυστηρότατη διαταγή του Μπότσαρη στις 26-10-1912:
Προς τους κατοίκους των χωρίων Μελιγγούς, Μανωλιάσσα, Αλποχώρι, Τσερκοβίστα, Δραμεσιούς και Πλέσια Ειδοποιείσθε αμέσως να στείλετε καραούλια εις τους δρόμους που έρχονται εις τα χωριά σας και εις τους δρόμους που βγαίνουν εις τα βουνά Ολύτσικα. Μη τύχη κα αφήσετε τα καραούλια ανοιχτά μέρα νύχτα, μην τύχη και αφήσετε θέση ανοιχτή και περάση Οθωμανικός στρατός και τζιοβάπη δεν μου δίνετε…… Το κάθε χωριό θα έχει δυο αγγελιοφόρους τακτικώς, οι οποίοι θα μου φέρουν δυο φορές την ημέρα ειδήσεις είτε έχουν είτε δεν έχουν. Ό, τι σας διατάσσω να το εκτελέσητε αλλέως σείς οι καλύτεροι θα κρεμασθήτε. Μπότσαρης3
Τις πρωινές ώρες της 1ης Νοεμβρίου του 1912 ο τουρκικός στρατός υποστηριζόμενος από το πυροβολικό του Αγίου Νικολάου έφθασε στους Μελιγγούς αλλά αποκρούστηκε από το σώμα του οπλαρχηγού Κοσυβάκη και τους ένοπλους Μελιγγιώτες. Κατά την υποχώρησή τους οι Τούρκοι από τους Μελιγγούς λήστεψαν τα υπόλοιπα Δωδωνοχώρια . Περνώντας από το Αλποχώρι συνάντησαν εκεί σθεναρή αντίσταση από το σώμα του Μιχαήλ Η. Μιχέλη αλλά τελικά υπερίσχυσαν και πυρπόλησαν το χωριό, καταστρέφοντας ολοσχερώς το σχολείο, τη νεόδμητη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, και μερικώς τη μονή της Αγίας Παρασκευής4 .
Η πρώτη συντονισμένη επίθεση σε όλα τα μέτωπα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων έγινε στο διάστημα από 29 Νοεμβρίου 1912 ως τις 3 Δεκεμβρίου με αρχηγό του στρατού Ηπείρου τον αντιστράτηγο Σαπουντζάκη. Η επίθεση αυτή δεν απέδωσε καρπούς και στην ουσία τα αντίπαλα στρατόπεδα κράτησαν τις θέσεις τους. Μάλιστα το απόσπασμα Ολύτσικας από παραπλάνηση αντί να επιτεθεί στην Τσούκα, όπως προέβλεπε το σχέδιο βρέθηκε το πρωί στις 2 Δεκεμβρίου στον Αρχαιολογικό χώρο Δωδώνης.5
Στις 3 Γενάρη του 1913 με διαταγή του υπουργού των στρατιωτικών ο Σαπουντζάκης χαρακτηρίστηκε αδέξιος και αντικαταστάθηκε από το διάδοχο Κωνσταντίνο με την εντολή να σταματήσει κάθε πολεμική επιχείρηση μέχρι να φτάσει ο νέος αρχηγός του στρατού Ηπείρου.
Ό Σαπουντζάκης όμως ζήτησε να κάνει αιφνιδιαστική επίθεση για την κατάληψη των Ιωαννίνων επειδή φοβούνταν ότι δυο άνδρες που αυτομόλησαν προς τις Τουρκικές γραμμές θα πρόδιδαν τη δύναμη και την κατανομή του Ελληνικού στρατού. Εγκρίθηκε η αίτησή του και ως ημέρα έναρξης της επίθεσης ορίστηκε η 7η Ιανουαρίου. Οι επιθέσεις σταμάτησαν χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα στις 10 Ιανουαρίου λόγω της ομίχλης και του χιονιού που περιόριζε σημαντικά την ορατότητα. Την ίδια μέρα έφτασε στο χώρο των επιχειρήσεων και ο διάδοχος Κωνσταντίνος και αφού ενημερώθηκε από τον Σαπουντζάκη για την κατάσταση που επικρατεί την άλλη μέρα έδωσε γενική διαταγή να σταματήσει η επίθεση εξαιτίας των καιρικών συνθηκών.
Ο χειμώνας του 1912 – 1913 ήταν ένας από τους βαρύτερους που έχει γνωρίσει η Ήπειρος τα τελευταία χρόνια.. Ενώ οι απώλειες του Ελληνικού στρατού από τις μάχες ήταν σχετικά χαμηλές οι μονάδες του είχαν κυριολεκτικά αποδεκατιστεί από ψύξεις, κρυοπαγήματα και υπερκόπωση των ανδρών. Στα μέσα Ιανουαρίου υπολογίστηκε ότι οι μάχιμοι άνδρες είχαν περιοριστεί σε 28000.6
Η Τρίτη και αποφασιστική ολομέτωπη επίθεση για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων έγινε στις 19-2-1913 τη νύχτα. Την ευθύνη εξουδετέρωσης του εχθρού που είχε εστραμμένα τα όπλα στην κοιλάδα Δωδώνης ανέλαβε το νεοϊδρυθέν Β΄ τμήμα στρατιάς, με επικεφαλής τον υποστράτηγο Μοσχόπουλο, το οποίο χωρίζονταν σε τρεις φάλαγγες: Η πρώτη με τομέα ευθύνης περί την Μανωλιάσσα . Η δεύτερη από Μανωλιάσσα μέχρι άγιο Νικόλαο. Εδώ υπάγοντα και τα δύο τάγματα των Βελισσαρίου και Ιατρίδη . Τέλος η τρίτη φάλαγγα με ευθύνη από Άγιο Νικόλαο μέχρι Τσούκα . Εδώ υπάγεται και το απόσπασμα του Χρ. Μαλάμου.7
Με υπόδειξη κατοίκων της περιοχής και έπειτα από επίμονες αιτήσεις του Μαλάμου αποφασίστηκε να μεταφερθεί στα δυο βουνά ένας ουλαμός ορεινού πυροβολικού. Η μεταφορά έγινε από γυναίκες και άνδρες της περιοχής μας και των Τσεριτσιάνων. Από τα δυο βουνά όμως δεν μπορούσαν λόγω μεγάλης απόστασης να χτυπηθούν τα πυροβολεία των Τούρκων στη μεγάλη ράχη και στον Άγιο Νικόλαο. Γι’ αυτό νύχτα κατέβηκαν από τα δυο βουνά πυροβόλα στην Αγία Παρασκευή του Αλποχωρίου και στον Προφήτη Ηλία Τσαρκοβίστας.
Η Τρίτη Φάλαγγα υποδιηρημένη σε τρία κλιμάκια επιτυγχάνει τα πρώτα αποτελεσματικά για τον αγώνα ρήγματα καταλαμβάνοντας έπειτα από αιφνιδιασμό την Τσούκα στις 20-2-1913 ώρα 9.50 πρωί, και στη συνέχεια το ύψωμα του Αγ. Νικολάου με την υποστήριξη και των δύο πυροβόλων από τον προφήτη Ηλία Τσαρκοβίστας. Η πρώτη φάλαγγα κατόρθωσε και εκείνη, με κάποια καθυστέρηση να εξουδετερώσει τα ισχυρά υψώματα ευθύνης της και ιδιαίτερα τη Μανωλιάσσα, η οποία είχε αποδυναμωθεί στο μεταξύ από το σφοδρό βαμβαρδισμό κυρίως των πυροβόλων από τα Δυο Βουνά. Η δεύτερη τέλος φάλαγγα κυριεύει ύστερα από πολύωρες μάχες με την υποστήριξη και του πυροβολικού της Αγ. Παρασκευής Αλποχωρίου και το άλλο οχυρό των αντιπάλων, της Μεγάλης Ράχης μεταξύ Μανωλιάσσης και Αγ. Νικολάου. Έτσι ανοίγεται ο δρόμος από όπου προωθήθηκαν και τα τάγματα των Βελισσαρίου και Ιατρίδη μέσω Αγίου Νικολάου στην Πεδινή και με απόλυτα δική τους πρωτοβουλία συνέχισαν την καταδίωξη του εχθρού και περί την 6η ώρα το απόγευμα έφθασαν στην Ανατολή λίγο έξω από τα Ιωάννινα παρά την αντίθετη γνώμη του διοικητή της φάλαγγας και αυτού του διοικητού του Β’ τμήματος στρατιάς Μοσχόπολου. Οι δυο ταγματάρχες αφού διασφάλισαν τη θέση τους απόκοψαν την τηλεφωνική επικοινωνία των Ιωαννίνων με τα οχυρά του Μπιζανίου οπότε ανάγκασαν τον Εσάτ Πασά να παραδώσει τα Ιωάννινα «άνευ όρων».
Έτσι από τις 20 Φλεβάρη 1913 το πρωί πνέει στο χωριό μας άνεμος ελευθερίας. Οι κάτοικοι δεν ξαναπλήρωσαν στον κατακτητή φόρο υποτέλειας. Το «κονάκι» (σήμερα σπίτι του Διογένη Χαραλάμπους) έπαψε πια να είναι χώρος συγκέντρωσης των φόρων από τους ραγιάδες για τον κατακτητή. Μετά από λίγες καιρό διαγράφηκαν από το όνομα του χωριού μας οι λέξεις «Ταχήρ Αγά» και ονομάζεται πλέον Αλποχώρι μέχρι που μετονομάστηκε σε Μαντείο.
Βιβλιογραφία
Κ. Αντωνίου. Τα Δωδωνοχώρια Εκδόσεις συλλόγου πνευματικής κινήσεως « η Αρχαία Δωδώνη. 1973
Ιστορία του Ελληνικού έθνους. Τόμος ΙΔ. Εκδοτική Αθηνών. 1980
Α. Παπαθεοδώρου. Μνήμη των πρωτεργατών για την άλωση των Ιωαννίνων. 1983
Π. Τζιόβα Αλποχώρι Μαντείο Δωδώνης. Εκδόσεις Πνευματικού κέντρου Δήμου Δωδώνης. 2005
Παραπομπές
1. Ιστορία του Ελληνικού έθνους. Τόμος ΙΔ. Σελ. 306 -307
2. Κ. Αντωνίου. Τα Δωδωνοχώρια. Σελ. 100
3. Α. Παπαθεοδώρου. Μνήμη των πρωτεργατών για την άλωση των Ιωαννίνων.
Σελ.99
4. Π. Τζιόβα Αλποχώρι Μαντείο Δωδώνης. Σελ117
5. Ιστορία του Ελληνικού έθνους. Τόμος ΙΔ. Σελ. 305
6. Ιστορία του Ελληνικού έθνους. Τόμος ΙΔ. Σελ. 309
7. Α. Παπαθεοδώρου. Μνήμη των πρωτεργατών για την άλωση των
Ιωαννίνων. Σελ.139.
Κ. Ντάρας
Τα τοπωνύμιά μας
Οι κάτοικοι του χωριού, για να προσδιορίσουν ένα σημείο της περιοχής τους, χρησιμοποιούσαν διάφορα τοπωνύμια. Στην δορυφορική φωτογραφία που απεικονίζει το χωριό μας και την Ολύτσικα που υψώνεται πάνω απ' αυτό έχουν τοποθετηθεί διάφοροι αριθμοί. Ακριβώς στις θέσεις των αριθμών βρίσκονται οι περιοχές με τα αντίστοιχα τοπωνύμια που τα ονόματά τους καταγράφονται παρακάτω. Θα ακολοθήσουν άλλες δύο φωτογραφίες στα επόμενα τεύχη. Μια για τα τοπωνύμια του κάμπου και μια για τα τοπωνύμια στις μάντρες και τα Κούγκια
1. Λαιμός
2. Γκρόμπες
3. Στρικ
4. Μεγάλη Στρούγκα
5. Μεγάλη Σούδα
6. Στάνη Κωτσιοχήτη
7. Στάνη Στεφομίχου
8. Σκάλα του Κοτσιώνη
9. Στάνη Λιπιώτη
10. Τσουγρί Τσιόλια
11. Ανήλιο Λιπιώτη
12. Τζουμάρια του Μπότσαρη
13. Σούδα Λιπιώτη
14. Φτέρη
15. Νεράκι
16. Ραϊδιό Φτέρης
17. Τσιουγρί
18. Κοντοέλατα
19. Ομπλό
20. Στάνη Τσέκα
21. Κέδρα
22. Ζαρκοράχη
23. Ακουμστήρια
24. Τρία Έλατα
25. Πλάκα
26. Μπρίς
27. Πέπως
28. Στρωματάκια
29. Ντέτση
30. Λούτσα του Κάσαρη
31. Βαγγέλη
32. Βουρτόπα
33. Σμάκι
34. Σιούσια
35. Παλιοκλήσι
36. Μάντρα του Γιώργου Κωσταντή
37. Σπέλα
38. Βρυσούλα
39. Τσούρλα του Γύφτου
40. Σιαραμέτη
41. Τζουμάρι της Γιώταινας
42. Ράχη Τατσγκόλα
43. Αγία Παρασκευή
44. Σουλεμάναγα
45. Καρβελά
46. Γκορτσοπούλα
Π. Παναγία
Κεντρικό και Νότιο τμήμα της Δωδωναίας κοιλάδας
Η μωβ γραμμή είναι δρόμος πεζοπορίας σε υψόμετρο από 850 μέχρι 980 μέτρα.
Μέγιστο ύψος Ολύτσικας 1980 μέτρα.
Οι κοινότητες Δωδώνη, Μαντείο και Μελιγγοί βρίσκονται σε υψόμετρα από 700 μέχρι 780 μέτρα.
Ο πεζοποριακός δρόμος από Μαντείο μέχρι Μελιγγούς είναι περίπου 4 χιλιόμετρα
Τα τοπωνύμιά μας
Οι κάτοικοι του χωριού, για να προσδιορίσουν ένα σημείο της περιοχής τους, χρησιμοποιούσαν διάφορα τοπωνύμια. Στην δορυφορική φωτογραφία που απεικονίζει το χωριό μας και τον κάμπο έχουν τοποθετηθεί διάφοροι αριθμοί. Ακριβώς στις θέσεις των αριθμών βρίσκονται οι περιοχές με τα αντίστοιχα τοπωνύμια που τα ονόματά τους καταγράφονται παρακάτω. Στο επόμενο τεύχος θα ακολουθήσουν οι Μάντρες και τα Κούγκια.
Τοπωνύμια Κάμπου - Χωριού
1 Δωδωνούπολη
2. Παλιός δρόμος
3.Κερασάρη
4.χωραφιές
5. Στάνη Πάκου
6. Δρόμος Μιζούλας
7. Χωραφιές
8. Μαναγούζες
9. Στάνες Βασιλείου
10. Γούρα του Λώλου
11. Καστριά
12. Εικόνισμα
13. Στάνες Χαραλάμπους
14. Μαναγούζες
15. Ντάμπαση
16. Μαγκάφες
17. Σπίτι Θεμελή
18. Καστριά
19. Μπλίτσες
20. Αγία Τριάδα
21. Αη Τριάδες
22. Καλύβια Νκόλα Γιάνη
23.Μπαΐρια
24. Μπαΐρια
25. Ιτιές
26. Περαταριά
27. Καταβόθρες
28.Καλίστρες
29. Λειβάδια
30. Ποδαράδες
31. Περαταριά
32. Άγιος Νικόλαος Φτέρης
33. Άμπλος
34. Σοφές
35. Μαλάμες
36. Σπίτι Σωτήρη Πέτρου
37. Παλιάμπελα
38. Σιούρια καστανιάς
39. Μπέηδες
40. Πινακάδες
41. Σιούρια – Ιτιές
42. Γρούντζη
43. Γούβες
44. Σιούρια Κατακάλη
45. Κουριά
46. Νερό Κατακάλη
47. Πινακάδες
48. Θέα Δωδώνη
49. Γούβες
50. Γυφτονέρι
51. Λόντζια
52. Σουλεμάναγα
53. Κατούρω
54. Αλπότρυπες
55. Γκορτσοπούλα
56. Τζιουμάρι της Γιώταινας
57. Σταυρός
58. Τσούρλα του γύφτου
59. Ράχη Τατζγκόλα
60. Μεγάλη βρύση
61. Αγία Παρασκευή ( Μοναστήρι).
Τα τοπωνύμιά μας
Οι κάτοικοι του χωριού, για να προσδιορίσουν ένα σημείο της περιοχής τους, χρησιμοποιούσαν διάφορα τοπωνύμια. Στην δορυφορική φωτογραφία που απεικονίζει τα Κούγκια και τις μάντρες έχουν τοποθετηθεί διάφοροι αριθμοί. Ακριβώς στις θέσεις των αριθμών βρίσκονται οι περιοχές με τα αντίστοιχα τοπωνύμια που τα ονόματά τους καταγράφονται παρακάτω. .
Τοπωνύμια στα Κούγκια και στις Μάντρες
1. Αγ. Νικόλαος
2. Σπίτι Κ. Τάτση
3. Παλιός δρόμος (Ντερβένι)
4. Ράχη Ντάρα
5. κορυφογραμμή
6. Ανήλιο
7. Ράχη Ντάρα
8. κορυφογραμμή
9. Τρύπα του Παρούτση
10. Χωματόδρομος
11. Λούτσα
12 Σπίτι Ευρ. Ντάρα
13. προσήλια
14. Μπουλοβίνες
15. Γρανάτσα
16. Στεφούλη
17. Μιζιούλα
18. Αγ. Τρύφωνας
19. Δεξαμενή
20. Δέντρο (Σπίτια Θεμελαίων)
21. Γκορτσιά του Μιχέλη
22. Προσήλια
23. Καρτσιούγκα
24. Στάνες
25. Λακιές
26. Πάνω γιοφύρι
27. Πέταλο
28. Ξεχεινωπόρα
29. Τρόχαλα
30. Πεντόβολα
31. Κάτω γιοφύρι
32. Στάνες Λωλαίων
33. Στάνες Λωλαίων
34. Στάνες Μιχελαίων
35. Στάνες Μιχελαίων
36. Πιτσούρια
37. Κερασάρη
38. Στάνες Νταραίων
39. Στάνες Νταραίων
40. Δραγατσούρα
41. Αμπέλια
42. Κερασάρη
43. Στάνες Νταραίων
44. Βάτια
45. Καμίνια
46. Καστανιές
47. Στάνες Βασιλείων
48. Χωραφιές